- στόλιζε
- στολίζωput in trimpres imperat act 2nd sgστολίζωput in trimimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακεδονικοί τάφοι — Ιδιαίτερη κατηγορία μνημείων της αρχαίας ταφικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για υπόγεια τυμβόχωστα κτίρια. Τα τρία κοινά χαρακτηριστικά σε όλους τους μ.τ. είναι τα εξής: είναι όλοι τους υπόγειοι· είναι όλοι κτίρια οπωσδήποτε μεγαλύτερα από τις… … Dictionary of Greek
Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
ζαμπό — το (ενδυμ.) διακοσμητικό κομμάτι από μουσελίνα ή από δαντέλα, που στόλιζε άλλοτε το ανδρικό πουκάμισο στο στήθος ή, που σχηματίζοντας σούρα ή πλισέ, προσαρμοζόταν στο πλαστρόν τών γυναικείων φορεμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jabot] … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
στολιστής — ὁ, Α [στολίζω] ιερέας που στόλιζε τα αγάλματα τών θεών ή φύλαγε τις ιερατικές ενδυμασίες και τα ιερά σκεύη, αλλ. ιεροτελεστής ή ιεραπόστολος … Dictionary of Greek
Βουκολέων — Ένα από τα βασιλικά οικοδομήματα του Βυζαντίου που είχε ιδρυθεί από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ (408 450) και πήρε αυτή την ονομασία από το μαρμάρινο σύμπλεγμα που στόλιζε την κύρια πύλη του και παρίστανε ένα λιοντάρι να κατασπαράζει ένα βόδι. Το … Dictionary of Greek
Κέα ή Τζια — Νησί (131 τ. χλμ., 2.417 κάτ.) των Κυκλάδων, το δυτικότερο και πλησιέστερο προς την Αττική. Υπάγεται διοικητικά στον νομό Κυκλάδων και πρωτεύουσά του είναι ο οικισμός Ιουλίς (701 κάτ.). Έχει σχήμα επίμηκες, σχεδόν ωοειδές, με ελαφρά νοτιοδυτική… … Dictionary of Greek
Μουσείο Προϊστορικής Θήρας — Το μουσείο που στεγάζει τα αριστουργήματα της προϊστορικής Θήρας εγκαινιάστηκε με μεγάλη λαμπρότητα την άνοιξη του 2000. Στα 600 τ.μ. του δεύτερου ορόφου του κτιρίου, που έχουν διαμορφωθεί με σύγχρονη μουσειακή αντίληψη, εκτίθενται, χωρισμένα σε… … Dictionary of Greek
ντράκαρ — (drakkar). Ονομασία μεγάλων κωπηλάτων ή ιστιοφόρων σκαφών, που χρησιμοποιούσαν οι Βίκινγκς μεταξύ του 8ου και του 10ου αι. μ.Χ. Η λέξη ν. είναι σουηδικής προέλευσης. Μερικά σκάφη του τύπου αυτού, που βρέθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση στη… … Dictionary of Greek